Τι προβλέπει το νομοσχέδιο για τη ρύθμιση των δανείων και τις αλλαγές στον νόμο Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά
Την ερχόμενη εβδομάδα θα κατατεθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης για τις ρυθμίσεις των στεγαστικών και άλλων ενυπόθηκων δανείων και τις αλλαγές στον νόμο Κατσέλη (υπερχρεωμένα νοικοκυριά), σύμφωνα με την εφημερίδα το «Εθνος».
Το κείμενο αναμένεται να ψηφιστεί μέχρι τις 20 Ιουνίου και προβλέπει 48μηνη περίοδο με μηνιαία δόση μέχρι το 30% του εισοδήματος.
Σύμφωνα με την εφημερίδα με τα 20 άρθρα του νομοσχεδίου «πρόγραμμα διευκόλυνσης για ενήμερους δανειολήπτες και τροποποιήσεις στον Ν. 3869/2010», ρυθμίζονται συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων που συνήφθησαν μεταξύ φυσικών προσώπων και τραπεζών μέχρι και τις 30 Ιουνίου του 2010, «έστω και αν υφίστανται μεταγενέστερες τροποποιήσεις, ανανεώσεις ή ρυθμίσεις των αρχικών συμβάσεων και αφορά σε μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις οφειλετών», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο άρθρο .
Oι δικαιούχοι μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις στις τράπεζες σε διάστημα έξι μηνών μετά την ψήφιση του νόμου. Ο χρόνος αυτός είναι δυνατόν να παραταθεί.
Πιο συγκεκριμένα οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο πρόγραμμα διευκόλυνσης είναι:
Η εμπράγματη εξασφάλιση της τράπεζας να είναι επί της κύριας κατοικίας.
Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας, η οποία είναι υποθηκευμένη, να μην ξεπερνά τις 180.000 ευρώ και για τις τρίτεκνες και άνω οικογένειες να μην είναι πάνω από τις 200.000 ευρώ. Η αντικειμενική αξία της συνολικής ακίνητης περιουσίας να μην είναι πάνω από τις 250.000 ευρώ και 300.000 ευρώ, αντίστοιχα.
Το σύνολο των καταθέσεων και κινητών αξιών του οφειλέτη να μην υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ και τις 15.000 ευρώ για τρίτεκνες και άνω οικογένειες.
Το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο κεφαλαίου που έχει λάβει ο οφειλέτης να μην υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ.
Το εισόδημα κατά την υποβολή αίτησης να είναι μειωμένο τουλάχιστον κατά 20% σε σχέση με το 2009.
Εισοδηματικά κριτήρια. Το εισόδημα δεν είναι μεικτό, είναι καθαρό, δηλαδή αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, του παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος και της εισφοράς αλληλεγγύης. Τα ανώτατα όρια καθορίζονται κλιμακωτά.
Η τράπεζα, εφόσον ο δανειολήπτης πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις, θα πρέπει σε διάστημα το αργότερο 55 ημερών να τον καλέσει για να υπογράψουν νέα σύμβαση που θα περιλαμβάνει την καταβολή χαμηλών δόσεων για την περίοδο των 48 μηνών.
Για την υπαγωγή στο πρόγραμμα
1 Ο οφειλέτης υποβάλλει αίτηση προς την τράπεζα. Το κείμενο πρέπει να περιέχει τα πλήρη στοιχεία του, σαφές αίτημα για τη χρονική διάρκεια της περιόδου χάριτος, καθώς και λεπτομερή και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας.
2 Μαζί με την αίτηση ο οφειλέτης υποβάλλει και πλήρη φάκελο με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Αυτά θα καθοριστούν με απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης. Πάντως ο δανειολήπτης υποχρεούται να υποβάλλει υπεύθυνη δήλωση του N. 1599/86 με τα πλήρη περιουσιακά και εισοδηματικά του στοιχεία, καθώς και πλήρη περιγραφή των οφειλών του προς όλους τους δανειστές, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από αρμόδια αρχή.
3 Η τράπεζα επεξεργάζεται την αίτηση μέσα σε 25 εργάσιμες ημέρες από την υποβολή της αίτησής του. Μέσα στο ίδιο αίτημα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις η τράπεζα καλεί με κάθε πρόσφορο μέσο τον οφειλέτη για να συνάψουν σύμβαση σε προθεσμία ενός μηνός από την ειδοποίηση.
4 Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις η τράπεζα καλεί τον οφειλέτη να επανέλθει σε 10 εργάσιμες ημέρες με συμπληρωματική αίτηση διόρθωσης και προσκόμισης στοιχείων. Η τράπεζα υποχρεούται να απαντήσει επί της συμπληρωματικής αίτησης εντός 10 ημερών και ακολουθείται η προηγούμενη διαδικασία.
5 Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο πρόγραμμα διευκόλυνσης, η τράπεζα απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει τον οφειλέτη εντός ενός μήνα από την ολοκλήρωση της επεξεργασίας της αίτησης.
Στη διάρκεια του προγράμματος, αν μεταβληθεί η εισοδηματική κατάσταση του οφειλέτη, τότε αυτό επαναπροσδιορίζεται αναλόγως. Ο δανειολήπτης οφείλει να ενημερώσει την τράπεζα σχετικώς σε έναν μήνα από τη μεταβολή.
Δύο κατηγορίες εισοδηματικών κριτηρίων
Δύο είναι οι κατηγορίες των εισοδηματικών κριτηρίων που διακρίνει το νομοσχέδιο και με βάση αυτά καθορίζεται το επιτόκιο το οποίο θα πληρώνουν στη διάρκεια της 48μηνης περιόδου, όπου το ύψος της μηνιαίας δόσης ανέρχεται στο 30% του μηνιαίου οικογενειακού καθαρού εισοδήματος.
Σημειώνεται δε πως η διαφορά της νέας με την προ ρύθμισης δόση, κεφαλαιοποιείται και αποπληρώνεται μετά το τέλος του προγράμματος διευκόλυνσης.
Η πρώτη κατηγορία είναι μισθωτών και συνταξιούχων με 15.000 καθαρό ατομικό εισόδημα και 25.000 ευρώ οικογενειακό. Τα ποσά αυτά προσαυξάνονται κατά 5.000 ευρώ, εφόσον έχουν τρία και περισσότερα παιδιά και για όσους έχουν αναπηρία 67% και άνω. Γι’ αυτούς τους δανειολήπτες στη 48μηνη περίοδο το επιτόκιο της μηνιαίας δόσης είναι αυτό που προβλέπει η σύμβαση.
Εισόδημα
Η δεύτερη κατηγορία είναι των ανέργων, μισθωτών και συνταξιούχων με ατομικό καθαρό εισόδημα κάτω των 9.000 ευρώ και οικογενειακό κάτω των 15.000 ευρώ. Επίσης είναι οι τρίτεκνοι και τα άτομα με αναπηρία 67% και άνω.
Οι δανειολήπτες αυτοί πληρώνουν μηνιαία δόση στο 30% του εισοδήματος με επιτόκιο 1,25% (βασικό επιτόκιο ΕΚΤ συν 0,75%), εφόσον δεν ορίζεται χαμηλότερη στη σύμβαση.
Η υπερβάλλουσα διαφορά επιτοκίου, αν προκύπτει, μεταξύ του 1,25% και του επιτοκίου προ της ρύθμισης, δεν επιβαρύνει τον δανειολήπτη για το 48μηνο ούτε και μετά το τέλος της. Ωστόσο, η διαφορά της μηνιαίας δόσης κεφαλαιοποιείται και αποπληρώνεται μετά την περίοδο των 48 μηνών.
Για τους ανέργους με μηδενικό εισόδημα ή με μοναδικό εισόδημα το επίδομα ανεργίας δίνεται η δυνατότητα για έξι μήνες (συνεχόμενα ή τμηματικά) μέσα στο 48μηνο μηδενικών καταβολών με πλήρη απαλλαγή τόκων. Το ποσό του κεφαλαίου που δεν καταβάλλει για έξι μήνες κεφαλαιοποιείται και αποπληρώνεται μετά τους 48 μήνες. Για το διάστημα πέραν του εξαμήνου το επιτόκιο είναι στο 1,25%.
Βελτιώνεται η διαδικασία διευθέτησης των οφειλών
Εξι αλλαγές για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του νόμου Κατσέλη προωθεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης.
1 Βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα του εξωδικαστικού συμβιβασμού με πρόβλεψη ότι θα αρκεί η συμφωνία των πιστωτών που εκπροσωπούν του 50% + 1 των απαιτήσεων της οφειλής και όχι την πλήρη ομοφωνία (100%) που απαιτούσε μέχρι σήμερα.
2 Σε συνεργασία με το υπ. Δικαιοσύνης θεσπίζεται ο θεσμός της διαμεσολάβησης με στόχο την ταχύτερη εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
3 Προβλέπεται καταβολή δόσης από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, χωρίς καθυστερήσεις εξαιτίας της εκκρεμοδικίας. Το καταβληθέν ποσό θα συμψηφίζεται με τη ρύθμιση που τελικώς θα αποφασίσει το Δικαστήριο αποδεσμεύοντας τον οφειλέτη ακόμα και με την έκδοση της απόφασης. Η ελάχιστη καταβολή προτείνεται στο 10% της τρέχουσας δόσης με ελάχιστο ποσό καταβολής τα 40 ευρώ μηνιαίως.
4 Ορίζεται υποχρεωτικά αντίκλητος στην ελληνική επικράτεια στις περιπτώσεις εκχώρησης απαιτήσεων σε αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Σε διαφορετική περίπτωση τεκμαίρεται ως αντίκλητος η τράπεζα που παρείχε το δάνειο.
5 Παρέχεται δυνατότητα αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και μετά την έκδοση της οριστικής δικαστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκήσει εμπρόθεσμα έφεση, προστατεύοντάς τον έτσι από καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος του.
6 Καταργείται η διαδικασία του δικαστικού συμβιβασμού που προβλέπεται στο άρθρο 7 Ν. 3869/2010.
Με τις αλλαγές αυτές επιδιώκεται ουσιαστικά να ενισχυθεί η διαδικασία του προδικαστικού συμβιβασμού με τους δανειστές, ώστε να μην ενθαρρύνεται η προσφυγή στο δικαστήριο.
Οι τροποποιήσεις στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, είναι απολύτως αναγκαίες, δεδομένου ότι οι μακροχρόνιες δικαστικές εκκρεμότητες έχουν θέσει «σε ομηρεία» πολλούς δανειολήπτες και με τον τρόπο αυτόν καθυστερεί η επάνοδός τους στην οικονομική δραστηριότητα.
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, σημειώνει το υπουργείο Ανάπτυξης, βελτιώνεται η διαδικασία διευθέτησης των οφειλών μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, με αποτέλεσμα τη σύντμηση του χρόνου από την κατάθεση της αίτησης μέχρι τη συζήτησή της, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελαχιστοποίηση του χρόνου είναι πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία οποιουδήποτε προγράμματος αναδιάρθρωσης χρεών.