Η εφορία εισβάλλει στα άδυτα του επαγγελματικού απορρήτου!
Διάταξη-βόμβα στο νομοσχέδιο για το νέο Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών που κατατίθεται σήμερα στη Βουλή από τον Γ. Στουρνάρα, θα επιτρέπει την άρση του επαγγελματικού απορρήτου, ώστε να προσδιορίζονται με ακρίβεια οι φόροι που πρέπει να καταβληθούν και να διευκολύνονται οι διαδικασίες είσπραξης των φορολογικών οφειλών. Η διάταξη με άλλα λόγια θα επιτρέπει την αποκάλυψη πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως που έχουν εκμυστηρευτεί οι φορολογούμενοι σε ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρηματίες με τους οποίους συνεργάζονται.
Ουσιαστικά με τις νέες αυτές ρυθμίσεις, οι φορολογικές αρχές θα υποχρεώνουν χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις να καταδίδουν τους πελάτες τους στους φοροελεγκτές, σπάζοντας τις δεσμεύσεις που έχουν από το επαγγελματικό απόρρητο.
Με τις διατάξεις του νέου Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, το υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει, εξάλλου, να στήσει μπλόκο στη νόμιμη φοροαποφυγή την οποία διαπράττουν οι φορολογούμενοι εκμεταλλευόμενοι διάφορα «παράθυρα» της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Ελεύθερου Τύπου, από τις διατάξεις του Κώδικα προβλέπεται επίσης:
α) Η δυνατότητα των φορολογικών αρχών να προσδιορίζουν κατ’ εκτίμηση τους φόρους που πρέπει να πληρώσουν οι ελεγχόμενοι φορολογούμενοι, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που θα έχουν συλλέξει με βάση και τη νέα διαδικασία της άρσης του επαγγελματικού απορρήτου.
β) Η επιβολή μέτρων αναγκαστικής είσπραξης κατά των οφειλετών του Δημοσίου μετά την πάροδο 30 ημερών από την κοινοποίηση των ατομικών ειδοποιήσεων για την εξόφληση των χρεών,
γ) Η υποχρέωση του Δημοσίου να επιστρέφει φόρους εντός 3 μηνών από την υποβολή των σχετικών αιτήσεων των φορολογουμένων.
δ) Η καθιέρωση νέων αυτοτελών προστίμων από 300 έως 2.000 ευρώ για κάθε παράβαση που αφορά πάγιες φορολογικές διαδικασίες-υποχρεώσεις κάθε φορολογούμενου, όπως η υποβολή δήλωσης, η παρακράτηση φόρου, η παροχή πληροφοριών στις φορολογικές αρχές κ.λπ.
Οι διατάξεις με τις οποίες δίδεται η δυνατότητα στις φορολογικές αρχές να αποκτούν πρόσβαση σε πάσης φύσεως πληροφορίες που αφορούν στους φορολογούμενους, ακόμη και μέσω της άρσης του επαγγελματικού απορρήτου, περιλαμβάνονται στο άρθρο 17 του νομοσχεδίου και προβλέπουν αναλυτικά τα εξής:
«1. Κατόπιν έγγραφου αιτήματος της Φορολογικής Διοίκησης, όλες οι κρατικές υπηρεσίες και κάθε φορέας της Γενικής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων της Εισαγγελίας, των γραμματειών δικαστηρίων, των βοηθητικών υπηρεσιών καθώς και όλων των δημόσιων οργανισμών και φορέων όπου συμμετέχει ή έχει την εποπτεία το Κράτος, υποχρεούνται να παρέχουν στη Φορολογική Διοίκηση όλες τις πληροφορίες τις οποίες κατέχουν και να επιδεικνύουν –χωρίς τη μεταφορά τους εκτός των εγκαταστάσεων- όλα τα πρωτότυπα έγγραφα, μητρώα και στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους.
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, δεν μπορεί να παρέχεται ούτε να επιδεικνύεται στη Φορολογική Διοίκηση καμία πληροφορία ή και κανένα έγγραφο αναφορικά με ή σε σχέση με ποινική διαδικασία χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια του Εισαγγελέα.
3. Η Φορολογική Διοίκηση έχει το δικαίωμα να ζητά πληροφορίες ή έγγραφα από λοιπά πρόσωπα για τον καθορισμό της φορολογικής υποχρέωσης κάποιου προσώπου και την είσπραξη της φορολογικής οφειλής. Δύναται να αποστέλλει έγγραφα ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντώνται εντός περιόδου δέκα (10) ημερών από την παραλαβή τους. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων δύναται να εκδίδει απόφαση με την οποία θα ζητά από ορισμένες κατηγορίες προσώπων να παρέχουν αυτομάτως πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές συναλλαγές τους με φορολογούμενους.
4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, δεν είναι δυνατή η λήψη πληροφοριών σχετικά με φορολογούμενο -εκτός από αυτές που αφορούν τις οικονομικές συναλλαγές του μεταξύ του φορολογούμενου και του εν λόγω τρίτου προσώπου- από πρόσωπο το οποίο δεσμεύεται νομικά από επαγγελματικό απόρρητο, εκτός εάν δοθεί έγγραφη εισαγγελική άδεια. Κατ’ εφαρμογή αυτής της άδειας, η Φορολογική Διοίκηση παρέχει στον Εισαγγελέα:
α) το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και τη δραστηριότητα του φορολογούμενου,
β) το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και τη δραστηριότητα του προσώπου που δεσμεύεται από επαγγελματικό απόρρητο,
γ) τις σημαντικές ενδείξεις απάτης που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση εναντίον του φορολογούμενου,
δ) τους λόγους για τους οποίους η Φορολογική Διοίκηση επιθυμεί να αποκτήσει πληροφορίες από το πρόσωπο που δεσμεύεται από επαγγελματικό απόρρητο.
Ο Εισαγγελέας αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα της Φορολογικής Διοίκησης κατά περίπτωση. Σε περίπτωση που ο Εισαγγελέας δώσει άδεια για την απόκτηση πληροφοριών από το πρόσωπο που δεσμεύεται από επαγγελματικό απόρρητο, αντίγραφο της απόφασης επισυνάπτεται στο αίτημα πληροφοριών. Σε αυτή την περίπτωση και για το συγκεκριμένο λόγο, το πρόσωπο που δεσμεύεται από επαγγελματικό απόρρητο αποδεσμεύεται από το επαγγελματικό απόρρητο και δεν είναι πλέον δυνατό να διωχθεί ποινικά ούτε να εναχθεί αστικά για παράβαση του επαγγελματικού απορρήτου».
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει και άλλες σημαντικές ρυθμίσεις με τις οποίες:
1) Επιχειρείται να κλείσουν όλα τα «παράθυρα» της φορολογικής νομοθεσίας τα οποία επιτρέπουν την πραγματοποίηση εικονικών ή πραγματικών συναλλαγών μεταξύ φορολογούμενων με αποκλειστικό στόχο την απόκρυψη φορολογητέας ύλης και την αποφυγή πληρωμής φόρων. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 37 του νομοσχεδίου καθιερώνεται γενική διάταξη κατά της φοροδιαφυγής με την οποία προβλέπεται ότι:
α) Κατά τον προσδιορισμό φόρου, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αγνοεί κάθε τεχνητή «ρύθμιση» ή τεχνητή «σειρά ρυθμίσεων» που έχει δρομολογηθεί με βασικό σκοπό την αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα.
β) Ως «ρύθμιση» νοείται κάθε συναλλαγή, καθεστώς, δράση, πράξη, συμφωνία, επιχορήγηση, συνεννόηση, υπόσχεση, δέσμευση ή εκδήλωση. Μια «ρύθμιση» μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.
γ) Η «ρύθμιση» ή η «σειρά ρυθμίσεων» είναι τεχνητή εφόσον στερείται εμπορικής ουσίας. Για τον καθορισμό του τεχνητού ή μη χαρακτήρα μιας ρύθμισης ή σειράς ρυθμίσεων, οι εθνικές αρχές καλούνται να εξετάζουν εάν αυτές αφορούν μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:
– ο νομικός χαρακτηρισμός των μεμονωμένων σταδίων από τα οποία αποτελείται μια ρύθμιση είναι ασυμβίβαστος με τη νομική υπόσταση της ρύθμισης στο σύνολό της·
– η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν συνάδει με μια φυσιολογική επιχειρηματική συμπεριφορά·
– η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων περιλαμβάνει στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα την αλληλοαντιστάθμιση ή την αλληλοακύρωσή τους·
– η σύναψη συναλλαγών είναι κυκλικού χαρακτήρα·
– η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων οδηγεί σε σημαντικό φορολογικό πλεονέκτημα αλλά αυτό δεν αντανακλάται στους επιχειρηματικούς κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει ο υποκείμενος στο φόρο ή στις ταμειακές ροές του·
– το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους πριν από το φόρο είναι σημαντικό σε σύγκριση με το ύψος του αναμενόμενου φορολογικού πλεονεκτήματος.
δ) Μια «ρύθμιση» ή «σειρά ρυθμίσεων» θεωρείται ότι αποσκοπεί στην αποφυγή της φορολόγησης, εφόσον αντίκειται στο πνεύμα και στον σκοπό των φορολογικών διατάξεων που θα ίσχυαν σε άλλη περίπτωση.
ε) Για να καθοριστεί εάν η «ρύθμιση» ή η «σειρά ρυθμίσεων» έχει οδηγήσει σε φορολογικό πλεονέκτημα, η Φορολογική Διοίκηση συγκρίνει το ύψος του οφειλόμενου φόρου από έναν φορολογούμενο, λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω ρύθμιση ή τις εν λόγω ρυθμίσεις, με το ποσό που θα όφειλε ο ίδιος φορολογούμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, αν απουσίαζε η εν λόγω ρύθμιση ή εάν απουσίαζαν οι εν λόγω ρυθμίσεις.
2) Ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης σε βάρος οφειλέτη ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, δηλαδή οι διαδικασίες κατασχέσεων σε περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα του οφειλέτη, θα μπορούν να λαμβάνονται μετά την πάροδο 30 ημερών από την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης για την εξόφληση του χρέους.
3) Το Δημόσιο αποκτά τη δυνατότητα να προσδιορίζει τα ποσά των φόρων που οφείλουν τα φυσικά πρόσωπα και οι επιχειρήσεις με τους εξής 4 διαφορετικούς τρόπους:
α) Τον κανονικό προσδιορισμό φόρου, ο οποίος βασίζεται σε πληροφορίες που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο μέσω κάποιας φορολογικής δήλωσης ή και σε κάθε άλλη σχετική πληροφορία που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση.
β) Τον κατ’ εκτίμηση προσδιορισμό φόρου, ο οποίος θα εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φορολογούμενος, παρότι υποχρεούται από την φορολογική νομοθεσία, δεν έχει υποβάλει φορολογική δήλωση. Στην περίπτωση αυτή, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να εκδίδει κατ’ εκτίμηση προσδιορισμό φόρου και να ορίζει το ποσό του οφειλόμενου φόρου, βάσει κάθε πληροφορίας που έχει στη διάθεσή της.
γ) Τον διορθωτικό προσδιορισμό φόρου. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί, μετά από έλεγχο, σε διόρθωση οποιουδήποτε προηγούμενου αυτόματου, κανονικού ή κατ’ εκτίμηση προσδιορισμού φόρου, εάν από τον έλεγχο διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι ο προηγούμενος προσδιορισμός φόρου ήταν ανακριβής ή εσφαλμένος. Ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου υπόκειται σε μεταγενέστερη διόρθωση μόνο εάν προκύψουν νέα γεγονότα.
δ) Τον προληπτικό προσδιορισμό φόρου. Αν υπάρχουν υπόνοιες ότι ο φορολογούμενος πρόκειται να εγκαταλείψει τη χώρα ή να μεταβιβάσει περιουσιακά του στοιχεία προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου, θα δίδεται η δυνατότητα στις φορολογικές αρχές να προσδιορίζουν ακόμη και προληπτικά τον φόρο!
4) Καθιερώνεται η πενταετία ως χρονικό όριο για την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους σε κάθε φορολογική υπόθεση. Η προθεσμία αυτή μπορεί υπό όρους να παραταθεί. Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει διαπράξει φοροδιαφυγή η σχετική προθεσμία θα παρατείνεται στα 20 έτη.
5) Η Εφορία υποχρεώνεται εντός 90 ημερών από την υποβολή έγγραφης αίτησης του φορολογούμενου για την επιστροφή φόρου να καταβάλει το αιτούμενο ποσό. Αν καθυστερήσει περισσότερο τότε θα πρέπει να πληρώσει εντόκως το επιστρεφόμενο ποσό.
6) Κάθε φορολογούμενος θα επιβαρύνεται με πρόστιμο:
α) εάν δεν υποβάλει φορολογική δήλωση εμπρόθεσμα,
β) εάν δεν υποβάλει δήλωση παρακράτησης φόρου εμπρόθεσμα,
γ) εάν δεν παρακρατήσει φόρο,
δ) εάν δεν ανταποκριθεί σε αίτημα πληροφοριών της Φορολογικής Διοίκησης,
ε) εάν δεν συνεργαστεί στη διάρκεια φορολογικού ελέγχου,
στ) εάν δεν γνωστοποιήσει την ιδιότητά του ή το διορισμό του ως φορολογικού αντιπροσώπου,
ζ) εάν δεν εγγραφεί ως φορολογούμενος
η) εάν δεν συμμορφωθεί με κάθε υποχρέωση για την τήρηση βιβλίων και στοιχείων
Τα πρόστιμα για τις παραπάνω παραβάσεις καθορίζονται ως εξής:
α) 300 ευρώ εάν ο φορολογούμενος δεν είναι υπόχρεος τήρησης λογιστικών βιβλίων
β) 1.000 ευρώ εάν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση απλοποιημένα λογιστικά πρότυπα και
γ) 2.000 ευρώ εάν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση πλήρη λογιστικά πρότυπα.
Σε περίπτωση υποτροπής του φορολογούμενου εντός 5 ετών, θα επιβάλλεται πρόστιμο διπλάσιο του αρχικού και σε περίπτωση μεταγενέστερης διάπραξης παράβασης ιδίου τύπου εντός 5 ετών, θα επιβάλλεται πρόστιμο τετραπλάσιο του αρχικού.