Υπεραξία μεταβίβασης εταιρειών, μετοχών, εταιρικών μεριδίων

Από τη 1η Ιανουαρίου 2014, με την κατάργηση του άρθρου 13 του Ν.2238/94, άλλαξε ριζικά το φορολογικό καθεστώς μεταβίβασης επιχειρήσεων, μετοχών και εταιρικών μεριδίων.

Με το άρθρο 42 του ν.4172/2013 προβλέπεται:

Μεταβίβαση τίτλων – Κείμενο νόμου

1. Κάθε εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης των ακόλουθων τίτλων, καθώς και μεταβίβασης ολόκληρης επιχείρησης, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, εφόσον δεν συνιστά επιχειρηματική δραστηριότητα:

α) μετοχές σε εταιρεία εισηγμένη ή μη σε χρηματιστηριακή αγορά,

β) μερίδια ή μερίδες σε προσωπικές εταιρείες,

γ) κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια ή εταιρικά ομόλογα,

δ) παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Ως μεταβίβαση σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο νοείται και η εισφορά των ανωτέρω τίτλων για την κάλυψη ή αύξηση κεφαλαίου εταιρείας.

2. …

3. Ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που εισέπραξε. Τυχόν δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την αγορά ή την πώληση των τίτλων συμπεριλαμβάνονται στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης και δεν προστίθενται ή αφαιρούνται, αντίστοιχα.

4. Σε περίπτωση που οι μεταβιβαζόμενοι τίτλοι είναι εισηγμένοι σε χρηματιστηριακή αγορά, η τιμή κτήσης και η τιμή πώλησης καθορίζονται από τα δικαιολογητικά έγγραφα συναλλαγών, τα οποία εκδίδει η χρηματιστηριακή εταιρεία ή το πιστωτικό ίδρυμα ή όπως δηλώνονται στην εταιρεία «Ελληνικά Χρηματιστήρια Ανώνυμη Εταιρεία» (Ε.Χ.Α.Ε.) κατά την ημέρα διακανονισμού της συναλλαγής. Σε περίπτωση μεταβίβασης μη εισηγμένων τίτλων, η τιμή πώλησης προσδιορίζεται με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας που εκδίδει τους μεταβιβαζόμενους τίτλους κατά το χρόνο της μεταβίβασης ή το τίμημα ή αγοραία αξία που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης, εφόσον αυτό είναι υψηλότερο. Η τιμή κτήσης προσδιορίζεται με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας που εκδίδει τους μεταβιβαζόμενους τίτλους κατά το χρόνο απόκτησης ή το τίμημα που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης κατά το χρόνο της απόκτησης των τίτλων, εφόσον οποιοδήποτε από τα ανωτέρω είναι χαμηλότερο. Αν η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί θεωρείται ότι είναι μηδενική, εφόσον η αγορά των τίτλων πραγματοποιείται μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποϋλοποίησης των τίτλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ήτοι την 29η Σεπτεμβρίου του έτους 1999. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της τιμής κτήσης, με αναγωγή στην ημερομηνία της 29.9.1999, στις περιπτώσεις που οι μεταβιβαζόμενοι τίτλοι έχουν αποκτηθεί πριν την ημερομηνία αυτή.

5. Σε περίπτωση κατά την οποία ο προσδιορισμός της υπεραξίας σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους καταλήγει σε αρνητικό ποσό, η εν λόγω ζημία μεταφέρεται επ΄ αόριστον και συμψηφίζεται μόνο με μελλοντικά κέρδη υπεραξίας, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και τα οποία προκύπτουν από συναλλαγές και τίτλους των περιπτώσεων α΄, β΄, και γ΄ της παραγράφου 1. Ζημιές από συναλλαγές σε τίτλους της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 συμψηφίζονται μόνον με μελλοντικά κέρδη υπεραξίας από την ίδια αιτία.

6. …

7. Για την υπεραξία που προκύπτει από εισφορά ενεργητικού, ανταλλαγή μετοχών, συγχώνευση ή διάσπαση κατ΄ έφαρμογή των άρθρων 52, 53 και 54 ισχύουν οι ειδικές διατάξεις αυτών των άρθρων.

8. Απαλλάσσεται από το φόρο, το εισόδημα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα που είναι φορολογικοί κάτοικοι σε κράτη με τα οποία η Ελλάδα έχει συνάψει σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας (ΣΑΔΦ) και το οποίο προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης των τίτλων σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλουν στη Φορολογική Διοίκηση δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη φορολογική τους κατοικία.

Άρθρο 43. Φορολογικός συντελεστής – Κείμενο νόμου

Το εισόδημα από υπεραξία κεφαλαίου φορολογείται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%).

Παρατηρήσεις:

Στο νόμο δεν προβλέπεται φορολογία υπεραξίας μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων ΕΠΕ και ΙΚΕ. Πιστεύουμε ότι πρόκειται για παράληψη, καθώς δεν υπάρχει έρεισμα για ύπαρξη σχετικής απαλλαγής. Προφανώς και υπάρχει φόρος υπεραξίας στη μεταβίβαση αυτών των μεριδίων και κατά συνέπεια η ασάφεια πρέπει τακτοποιηθεί με τροποποίηση του νόμου.

Όπως προκύπτει από το άρθρο 42 του ν.4172, υπάρχει φορολόγηση της υπεραξίας των άυλων περιουσιακών στοιχείων (φήμης και πελατείας) των ατομικών επιχειρήσεων, γιατί η πώληση των λοιπών παγίων στοιχείων (μηχανήματα, έπιπλα, σκεύη κλπ) είναι έσοδα επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Επίσης, φορολογείται η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση μετοχών ανωνύμων εταιρειών εισηγμένων και μη στο χρηματιστήριο, εταιρικών μεριδίων προσωπικών εταιρειών (ΟΕ, ΕΕ) , ΕΠΕ και ΙΚΕ.

Το εισόδημα που προκύπτει αποτελεί σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα φορολογείται αυτοτελώς με 15%, ενώ για τα νομικά πρόσωπα προστίθεται στα υπόλοιπα εισοδήματα και φορολογείται με τις γενικές διατάξεις φορολογίας  Νομικών προσώπων.

Σχετικά με την υποχρέωση καταβολής του φόρου, δεν προκύπτει ότι υφίσταται κατά το χρόνο μεταβίβασης, αλλά όπως είναι διατυπωμένες οι διατάξεις το τελικό καθαρό αποτέλεσμα (κέρδη μείον ζημίες),  που θα προκύψει από τις συνολικές πράξεις του έτους, θα  φορολογηθεί με 15% με τη δήλωση φορολογίας του φυσικού προσώπου.

Για παράδειγμα φορολογούμενος είχε κέρδος από την πώληση εταιρικών μεριδίων ΕΠΕ 150.000€ και ζημία από πώληση μετοχών εισηγμένων στο χρηματιστήριο 87.000€. Η διαφορά 150.000€ – 87.000€ = 63.000€ θα φορολογηθεί αυτοτελώς με συντελεστή 15%.

Ο υπολογισμός της υπεραξίας ορίζεται στο άρθρο 42 του ν.4172,αφορά όμως τους τηρούντες διπλογραφικά βιβλία. Δεν προβλέπεται καμία μέθοδος υπολογισμού για τα απλογραφικά βιβλία. Οι φορολογούμενοι θα πρέπει να ανατρέξουν σε μεθόδους αποτίμησης  και σε εργαλεία της λογιστικής επιστήμης που προσδιορίζουν την αξία των προς μεταβίβαση, εταιρικών μεριδίων, μέρους ή ολόκληρης επιχείρησης. Διερωτόμαστε όμως, αν το υπουργείο Οικονομικών αποδεχτεί τελικά τον υπολογισμό και τη δήλωση του φορολογούμενου ή εκ των υστέρων θεσπίσει συγκεκριμένα κριτήρια για τον υπολογισμό του εν λόγω  εισοδήματος.

Αυτό τουλάχιστον μας διδάσκει το παρελθόν, όταν με την ΠΟΛ 1053/1-4-2003 το Υπουργείο Οικονομικών καθιέρωσε τον αντικειμενικό τρόπο προσδιορισμού της υπεραξίας για τις μεταβιβάσεις, επέβαλε αναδρομική ισχύ και υπολόγιζε βάσει αυτού την υπεραξία και για τα προηγούμενα δεκαπέντε (15) έτη από την έκδοσή της εγκυκλίου (έτη που δεν είχαν παραγραφεί). Σε περίπτωση διαφωνίας, ο φορολογούμενος έπρεπε να προσφύγει στα δικαστήρια. Πάντως οι διατάξεις αυτές, αν και σε πολλές περιπτώσεις ήταν άδικες, λειτούργησαν ικανοποιητικά και το κυριότερο δεν δημιούργησαν τριβές μεταξύ των φορολογουμένων με τις φορολογικές αρχές. Πολύ φοβούμαστε ότι ένας τέτοιος κύκλος διαφωνιών θα αρχίσει, εφόσον παραμένει θολό το τοπίο και δεν θεσπιστούν ξεκάθαροι κανόνες υπολογισμού.

Οι λογιστές-φοροτεχνικοί για τις μεταβιβάσεις, θα πρέπει να συντάσσουν συμφωνητικά, τα οποία κατά την άποψή μας πρέπει να φέρουν βέβαιη ημερομηνία.  Επίσης, θα έχουν υπολογίσει με κάποια παραδεκτή μέθοδο το ύψος της υπεραξίας. Παραδεκτή μέθοδος μπορεί να είναι και αυτή που προβλεπόταν από τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν.2238/94.

Επισημάνσεις:

α) Καταργήθηκε η απαλλαγή του φόρου υπεραξίας από επαχθή αιτία, ατομικών επιχειρήσεων ή μεριδίων ΟΕ, ΕΕ από γονέα σε τέκνα ή σύζυγο λόγω συνταξιοδότησης του μεταβιβάζοντος. Καταργήθηκε επίσης και ο μειωμένος συντελεστής στις μεταβιβάσεις εταιρικών  μεριδίων, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ και ατομικών επιχειρήσεων μεταξύ συγγενών.

β) Δεν υπάρχουν κριτήρια κατάταξης περιπτώσεων μεταβίβασης ολόκληρης επιχείρησης, που δεν συνιστά επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογούνται με το άρθρο 42 του ν.4172 , και όχι με το άρθρο 21 του ίδιου νόμου.

Το θολό τοπίο συντηρείται από την καθυστέρηση τροποποίησης και συμπλήρωσης του Ν.4172 και την αδυναμία έκδοσης ερμηνευτικής εγκυκλίου, που θα έκανε λειτουργικές τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, ως προς τη διεκπεραίωση σχετικών υποθέσεων. 

Πηγή: Capital.gr