Οριζόντιο “χαράτσι” 26% τσακίζει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων
Κάθε συναλλαγή που γίνεται μεταξύ μιας ελληνικής επιχείρησης με άλλη που έχει έδρα χώρα που θεωρείται “μη συνεργάσιμη” ή με προνομιακό καθεστώς θα επιβαρύνεται με 26% προκαταβολή φόρου, οδηγώντας χιλιάδες επιχειρήσεις σε ασφυξία με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις.
Ο λόγος για τη ρύθμιση που προωθεί το υπουργείο οικονομικών και για την οποία ο ΣΕΒ με επιστολή του προς την αναπληρώτρια υπουργό οικονομικών Ν. Βαλαβάνη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Επί της ουσίας η ρύθμιση αφορά κάθε επιχείρηση που αγοράζει πρώτες ύλες, προϊόντα ή υπηρεσίες από συνολικά 38 μη συνεργάσιμες και 20 έως 25 χώρες με ειδικό φορολογικό καθεστώς μεταξύ των οποίων και τρεις χώρες εντός ΕΕ (Βουλγαρία, Ιρλανδία και Κύπρος).
Πρόκειται για ένα σοβαρό πλήγμα που αναμένεται να επιδεινώσει δραματικά τη ρευστότητα όλων των επιχειρήσεων που έχουν συναλλαγές με τις συγκεκριμένες χώρες.
Μάλιστα το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι ότι το υφιστάμενο καθεστώς αφήνει κάθε δυνατότητα στις φορολογικές αρχές να ελέγξουν εάν υπάρχει φοροδιαφυγή αναφέρουν πηγές του ΣΕΒ, που επισημαίνουν ωστόσο ότι για να συμβεί αυτό θα πρέπει να υπάρξει ενεργοποίηση.
Αντίθετα επιλέγεται η λύση της αφαίμαξης της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αφού όπως προβλέπεται εφόσον διαπιστωθεί ότι η συναλλαγή είναι συνήθης τότε το 26% θα επιστρέφεται. Μόνο που ο οριζόντιος χαρακτήρας του μέτρου καθώς και το γεγονός ότι πρόκειται για παρακράτηση, αναμένεται να στραγγαλίσει τις επιχειρήσεις για τις οποίες τέτοιου είδους συναλλαγές είναι απολύτως αναγκαίες και συνήθεις (αγορά καυσίμων, μεταφορά προϊόντων στο εξωτερικό, ναύλωση πλοίων, αγορά πρώτων υλών).
Όπως τονίζει στην επιστολή του ο ΣΕΒ οι συναλλαγές αυτές είναι απόλυτα αυθεντικές και αναγκαίες για τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Πρόκειται δηλαδή για συναλλαγές συχνά μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων που αποτελούν θεμέλιο της εμπορικής τους δραστηριότητας και σε καμία περίπτωση δεν καταρτίζονται με σκοπό την απόκτηση φορολογικών πλεονεκτημάτων, αναφέρει ο ΣΕΒ στην επιστολή.
Για παράδειγμα όταν μια εταιρεία ναυλώνει ένα πλοίο για τη μεταφορά των προϊόντων της στο εξωτερικό δεν ευθύνεται η ίδια για το γεγονός ότι συναλλάσσεται με εταιρεία που έχει έδρα σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς αφού δεν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές.
Στην επιστολή του ο ΣΕΒ θέτει θέμα αιφνιδιασμού των επιχειρήσεων από φορολογικές διατάξεις που επιβαρύνουν περαιτέρω το επιχειρηματικό κόστος, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι “πριν τη θεσμοθέτηση τροποποιήσεων η υφιστάμενη επιτροπή διαρκούς διαβούλευσης επί φορολογικών και τελωνειακών θεμάτων αποτελεί το κατάλληλο όργανο διαβούλευσης”.
Αναλυτικά τα προβλήματα που εντοπίζει ο ΣΕΒ από τη ρύθμιση είναι:
1. Για τις συναλλαγές θα καταβληθεί παρακρατούμενος φόρος ιδιαίτερα υψηλός με δεδομένη τη φύση της δαπάνης. Αυτό σε συνδυασμό με τη μεγάλη χρονική διάρκεια που θα απαιτηθεί για να αποδειχθεί η αυθεντικότητα της συναλλαγής θα επιτείνει τις συνθήκες της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις λόγω έλλειψης ρευστότητας. Επιπλέον οι ελληνικές επιχειρήσεις θα κληθούν να επιβαρυνθούν και με το ύψος των χρεωστικών τόκων.
2. Η διάταξη παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο και τις διατάξεις διεθνών συμβάσεων για την αποφυγή διπλής φορολογίας που έχει καταρτίσει η Ελλάδα με τα περισσότερα κράτη που χαρακτηρίζονται ως προνομιακά φορολογικά καθεστώτα. Ως εκ τούτου αναμένεται έκρηξη καταγγελιών στην ευρωπαϊκή επιτροπή και δικαστικών διενέξεων εντός και εκτός Ελλάδας.
3. Η παρακράτηση φόρου τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της σύμβασης για την αποφυγή διπλής φορολογίας και τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.
4. δημιουργείται σοβαρότατα κόστος ταμειακό αλλά και γραφειοκρατικό.
5. Η προτεινόμενη διάταξη είναι ασαφής ως προς το πεδίο εφαρμογής της.
Όπως αναφέρει η επιστολή του ΣΕΒ σημαντικό πρόβλημα είναι η πρόσθετη γραφειοκρατία που θα δημιουργηθεί για την απόδειξη της αυθεντικότητας των συναλλαγών.
Ναυτιλία
Τεράστιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις και για τις ελληνικές ναυτιλιακές. Και αυτό διότι οιαδήποτε ναύλωση από ελληνική εταιρεία δεν θα εκπίπτει των εξόδων. Παράλληλα ακυρώνεται εμμέσως και η δυνατότητα των γραφείων ναυτιλιακών εταιρειών που εγκαθίστανται στην Ελλάδα με το άρθρο 25 του ν.27/75 να ναυλώνουν πλοία που έχουν υπό διαχείριση σε ελληνικές εταιρείες και ναυλωτές. Το πρόβλημα αφορά κυρίως τις ελληνικές εταιρείες και λιγότερο τις πλοιοκτήτριες που ούτως ή άλλως ναυλώνουν κυρίως με ξένους.